- συγκοιμωμένη
- συγκοιμάομαιsleep withpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)συγκοιμάομαιsleep withpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… … Dictionary of Greek
ομόκοιτις — ὁμόκοιτις, ἡ (Α) [ομόκοιτος] η συγκοιμωμένη, η σύζυγος … Dictionary of Greek